- καραμπογιά
- η1. άνυδρο θειικό υποξείδιο τού σιδήρου, χημική ουσία που χρησιμοποιείται ως μαύρη βαφή2. κάθε μαύρη βαφή ή καθετί που είναι κατάμαυρο («μαλλιά καραμπογιά»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τού τουρκ. kara-boya].
Dictionary of Greek. 2013.